- σκάρτος
- η , ο1) (за)бракованный, негодный; 2) перен. никчёмный, бесполезный; негодный; неспособный (о человеке);
βγαίνω σκάρτος — оказаться неспособным, никчёмным человеком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βγαίνω σκάρτος — оказаться неспособным, никчёмным человеком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκάρτος — η, ο, Ν 1. αυτός που δεν χρησιμεύει σε τίποτε, άχρηστος ή ακατάλληλος 2. αυτός που δεν έχει καμιά αξία 3. αυτός που παρουσιάζει βλάβη ή ελάττωμα ή είναι κατώτερης ποιότητας 4. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που δεν έχει καλό χαρακτήρα και δεν σέβεται… … Dictionary of Greek
σκάρτος — η, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.) 1. άχρηστος, αυτός που είναι για πέταμα: Διάλεξε τα καλά τα μήλα και πέταξε τα σκάρτα. 2. ελαττωματικός: Η μηχανή που αγόρασε του βγήκε σκάρτη. 3. πρόστυχος, ανέντιμος: Του φέρθηκε ο φίλος του σκάρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαρτεύω — Ν [σκάρτος] γίνομαι σκάρτος, χαλώ («με τις κακές παρέες σκάρτεψε το παιδί») … Dictionary of Greek
σκαρτάδα — η, Ν 1. το να είναι κάτι σκάρτο, άχρηστο 2. σύνολο από άχρηστα πράγματα, σκαρταδούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάρτος + κατάλ. άδα (πρβλ. ασπρ άδα)] … Dictionary of Greek
σκαρτάδος — ο, θηλ. σκαρτάδα, Ν [σκαρτάρω] 1. άνθρωπος άχρηστος, σκάρτος 2. αυτός που σκέπτεται και συμπεριφέρεται παράξενα, που έχει χάσει τα λογικά του, ανισόρροπος, παλαβός … Dictionary of Greek
σπόρκος — α, ο, Ν 1. (για ναυτιλιακά έγγραφα) σκάρτος, ελλιπής, μη καθαρός, που δεν είναι εν τάξει («έχει σπόρκα τα χαρτιά του» δεν έχει εν τάξει τα χαρτιά του και συνεπώς δεν μπορεί να έχει ελεύθερη επικοινωνία) 2. φρ. «τά βρήκε [ή τού ήρθαν] σπόρκα»… … Dictionary of Greek
Κατράκης, Πότης — (Δαιμονιά Λακωνίας 1930 –). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στον Πειραιά, ενώ ασχολήθηκε και με την πολιτική. Το 1974 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος και αντιπρόεδρος του… … Dictionary of Greek